Απόψεις & Θέσεις Μελών ΙΕΝΕ

«Η ΔΕΗ Θα Προσαρμοστεί Για Να Είναι Ανταγωνιστική Στην Αγορά Ενέργειας», του κ. Δημήτρη Μανιατάκη*

Ημ/νία δημοσίευσης: Τρίτη, 13 Ιουλίου 2010

Τα τελευταία χρόνια η ενέργεια ήλθε πολλές φορές στην επικαιρότητα. Από τη μια, με αφορμή την κλιματική αλλαγή, το λιώσιμο των πάγων, την άνοδο της θερμοκρασίας του πλανήτη και τη συμβολή της ενεργειακής βιομηχανίας σ’ αυτά. Από την άλλη, με γνώμονα την ανάπτυξη των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (αιολική, ηλιακή, γεωθερμική κτλ.) και τη συμβολή τους στην αντιμετώπιση του φαινομένου του θερμοκηπίου, αλλά και τις δυνατότητες που προσφέρει για την επέκταση της βιομηχανίας μιας χώρας προς συγκεκριμένες δραστηριότητες (π.χ. Δανία-ανεμογεννήτριες, Γερμανία-φωτοβολταϊκά πάνελ).

Παράλληλα, σε εξέλιξη βρίσκονται συζητήσεις αλλά και αντιπαραθέσεις γύρω από τα υπάρχοντα αποθέματα φυσικού αερίου, την εκμετάλλευσή τους αλλά και τη μεταφορά τους μέσω διαφορετικών αγωγών, αντικρουόμενων πολλές φορές συμφερόντων,  στις χώρες από τις οποίες θα διέλθουν, τις εταιρείες που θα τους χρηματοδοτήσουν και τα πλεονεκτήματα που θα αποκομίσει κάθε εμπλεκόμενος φορέας. Στα παραπάνω θα πρέπει να προσθέσουμε τη συνεχή διακύμανση της τιμής του πετρελαίου, που από την πρώτη πετρελαϊκή κρίση το 1973 μέχρι σήμερα διαμορφώνει τιμές από 30 έως 200 δολάρια το βαρέλι, επιδρώντας άμεσα στις οικονομίες όλων των χωρών του κόσμου.

Μέσα σ’ αυτό το ευμετάβλητο γεω-στρατηγικό και οικονομικό περιβάλλον οι χώρες καλούνται να εξασφαλίσουν την επαρκή, ασφαλή και οικονομική τροφοδότησή τους με τα ενεργειακά προϊόντα (πετρέλαιο, φυσικό αέριο, λιγνίτης, ηλεκτρική ενέργεια) και με τρόπο ώστε να έχουν την ελάχιστη δυνατή επιβάρυνση στο φυσικό τους περιβάλλον. 

Μεταξύ των ενεργειακών αυτών προϊόντων το σημαντικότερο για το οποίο καλούνται να χαράξουν πολιτική οι υπερεθνικοί οργανισμοί, οι χώρες αλλά και οι εταιρείες που δραστηριοποιούνται στο χώρο είναι η ηλεκτρική ενέργεια, η οποία αποτελεί και τον θεμέλιο λίθο της βιομηχανικής παραγωγής, των τηλεπικοινωνιών, της έρευνας, της υγείας και γενικά της μεταφοράς και ανάπτυξης του συνολικού φάσματος του σημερινού πολιτισμού μας. Ο ρυθμός κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας αποτελεί σήμερα δείκτη ανάπτυξης της οικονομίας και αποτέλεσμα του βιοτικού επιπέδου ενός λαού.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση χάραξε μία συγκεκριμένη πολιτική στα θέματα αυτά διατυπώνοντας την αρχή 20-20-20 για το 2020. Έθεσε δηλαδή ως στόχους την εξοικονόμηση ενέργειας κατά 20%, τη διείσδυση των ανανεώσιμων πηγών κατά 20% και τη μείωση των εκπομπών των αερίων του θερμοκηπίου κατά 20% μέχρι το 2020.

Επίσης διαμόρφωσε μία εσωτερική αγορά φυσικού αερίου και ηλεκτρικής ενέργειας, από το 1996 μέχρι σήμερα, με τελευταία πράξη την έγκριση του τρίτου ενεργειακού πακέτου, τον περασμένο Ιούλιο, που περιελάμβανε δύο οδηγίες και τρείς κανονισμούς.

Με τις ενέργειές της αυτές η Ε.Ε. υιοθέτησε ουσιαστικά τις δύο παρακάτω αρχές:

1.      Ο πλανήτης κινδυνεύει από υπερθέρμανση, λόγω των αερίων του θερμοκηπίου. Πρέπει να χαράξουμε συγκεκριμένες και μετρήσιμες πολιτικές για την διάσωσή του. Τα μέτρα πρέπει να εξειδικευθούν ανά χώρα και πρέπει να δημιουργούν κίνητρα  για την ανάπτυξη νέων τομέων της βιομηχανίας.

2.      Θα πρέπει να διαμορφωθεί μία ενιαία αγορά φυσικού αερίου και ηλεκτρισμού, η οποία θα διέπεται από κοινούς κανόνες, ενιαία δίκτυα και βέλτιστες τιμές.

Η χώρα μας καλείται να προσαρμόσει την πολιτική της στις νέες οδηγίες της Ε.Ε., μεταφέροντάς τες στο εθνικό μας δίκαιο και θέτοντας τους αντίστοιχους εθνικούς στόχους.

Την προσπάθεια για ενσωμάτωση της πρώτης οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο αποτελεί ο Νόμος για την διείσδυση των ΑΠΕ, ο οποίος ψηφίστηκε πρόσφατα από τη Βουλή και η εφαρμογή του επιβάλλει να εξεταστούν μια σειρά από θέματα. Συγκεκριμένα, θα πρέπει να μελετηθεί με πολύ προσοχή η κατανομή του οικονομικού βάρους που απαιτείται για την στήριξη των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Να σημειωθεί ότι η τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ στη χονδρεμπορική αγορά ενέργειας είναι σημαντικά υψηλότερη από την ηλεκτρική ενέργεια που παράγεται από τα συμβατικά εργοστάσια. Παράλληλα, θα πρέπει να μελετηθεί η επίδραση της μεγάλης διείσδυσης των ΑΠΕ στο ενεργειακό μίγμα βάσει συγκεκριμένης ενεργειακής στρατηγικής με συνιστώσες τη σύνδεση των έργων με το δίκτυο, την μεταβολή στις απαιτούμενες μονάδες βάσης ώστε να μπορούν να αναλαμβάνουν το φορτίο που θα προκύπτει από τις μεγάλες διακυμάνσεις της αιολικής παραγωγής, το μακροχρόνιο εθνικό ενεργειακό μείγμα, κ.α.

Ο ρόλος και οι προκλήσεις για τη ΔΕΗ

Η ενσωμάτωση της τρίτης οδηγίας για την αγορά του ηλεκτρισμού στο εσωτερικό δίκαιο θα πρέπει να γίνει μέχρι τον Μάρτιο του 2011. Με βάση το νέο αυτό ρυθμιστικό πλαίσιο, τις επικρατούσες οικονομικές συνθήκες και τις υπάρχουσες τεχνολογίες, η χώρα μας θα πρέπει να χαράξει τον μακροχρόνιο ενεργειακό προγραμματισμό της, με ορίζοντα το 2020. Παράλληλα και μέσα στο σύνθετο αυτό ρυθμιστικό περιβάλλον, η ΔΕΗ, καλείται  να συντάξει το στρατηγικό της σχέδιο με ορίζοντα το 2020 και στη συνέχεια το επιχειρησιακό της σχέδιο μέχρι το 2015, στα οποία θα πρέπει να προσδιορίζεται:

1. Tο παραγωγικό δυναμικό της εταιρείας και η  εξέλιξή του διαχρονικά

2. Η ανάπτυξη των δικτύων μεταφοράς και διανομής ώστε να ανταπεξέλθουν στα αυξημένα φορτία αλλά και στην μεγάλη διείσδυση των ΑΠΕ

3. Η ανάπτυξη  όλων των μορφών ΑΠΕ: αιολικά στην ηπειρωτική Ελλάδα και υπεράκτια αιολικά, φωτοβολταϊκά και ηλιοθερμικά, μικρά υδροηλεκτρικά, υβριδικά,  γεωθερμία, βιομάζα κτλ., σε μεγάλη κλίμακα 

4. Η τιμολογιακή της πολιτική.

Το πρώτο θέμα που πρέπει να αντιμετωπίσει είναι η ανάπτυξη της παραγωγής καθώς και το μίγμα καυσίμων που θα χρησιμοποιήσει. Όπως είναι γνωστό, η ΔΕΗ σήμερα παράγει την ηλεκτρική ενέργεια από λιγνίτη, πετρέλαιο, μαζούτ και φυσικό αέριο. Διαθέτει επίσης υδροηλεκτρική παραγωγή ενώ στο Σύστημα διοχετεύεται η ενέργεια από τα αιολικά πάρκα καθώς και από τα ιδιωτικά εργοστάσια φυσικού αερίου των ΕΛΠΕ και του ΗΡΩΝΑ.

Η ΔΕΗ στα 60 χρόνια λειτουργίας της  κατασκεύασε τα εργοστάσια παραγωγής της με τέτοιο τρόπο ώστε να καλύπτει να καλύπτει:

1.       Το φορτίο βάσεως με λιγνίτη και πετρέλαιο

2.       Το ενδιάμεσο φορτίο με φυσικό αέριο και

3.       Τα φορτία αιχμής με τα υδροηλεκτρικά της εργοστάσια.

Το σκηνικό αυτό τείνει να ανατραπεί βίαια το 2013 όταν θα πρέπει να συνυπολογισθεί το κόστος του διοξειδίου του άνθρακα στο κόστος παραγωγής, γεγονός που θα καταστήσει την λιγνιτική παραγωγή μάλλον αντιοικονομική. Οι πεπαλαιωμένες λιγνιτικές μονάδες παραγωγής έχουν βαθμούς απόδοσης 25-30%. Αυτό σημαίνει πρακτικά μεγάλη κατανάλωση ενεργειακού καυσίμου, τεράστιες ποσότητες εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα για λίγη παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Αν αυτές οι μονάδες είχαν αντικατασταθεί με σύγχρονες, με βαθμό απόδοσης 45-52%, για τη ίδια κατανάλωση καυσίμου θα εξέπεμπαν περίπου το ίδιο διοξείδιο του άνθρακα, και θα παρήγαγαν διπλάσια ηλεκτρική ενέργεια. Τα ίδια περίπου ισχύουν και για τις πετρελαϊκές μονάδες. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι με τις υπάρχουσες λιγνιτικές μονάδες και τον συνυπολογισμό του κόστους του διοξειδίου του άνθρακα στο κόστος παραγωγής η ΔΕΗ θα επιβαρυνθεί με ένα ποσό της τάξης του ¼ των εσόδων της.

Επίσης θα πρέπει να αρχίσει έρευνα στην Ελλάδα, για υπόγεια στεγανά σπήλαια σε βάθη, 3-5 χλμ κάτω από την επιφάνεια της γης, καταλλήλων για την αποθήκευση διοξειδίου του άνθρακα που θα παράγεται από τις λιγνιτικές μονάδες, με θετικά για το περιβάλλον αποτελέσματα.

Με αυτά τα δεδομένα η ΔΕΗ θα πρέπει να χαράξει το στρατηγικό της σχέδιο για την παραγωγή, το οποίο θα πρέπει να απαντά στα παρακάτω ερωτήματα:

1.       Ποιο θα είναι το ενεργειακό μίγμα της Ελλάδας το 2020 και πως θα φθάσουμε εκεί ξεκινώντας από την σημερινή κατάσταση;

2.       Τι ποσοστό της παραγωγής θα έχει η ΔΕΗ και πόσο εκτιμάται ότι θα είναι αυτό; Τι μερίδιο αγοράς θα καταλάβουν οι ανταγωνιστές και πώς θα ανταγωνιστεί η ΔΕΗ;

3.       Ποιες είναι οι απαραίτητες επενδύσεις σε νέες μονάδες ή αναβάθμιση παλαιών, που πρέπει να κάνει η ΔΕΗ και πότε;

4.       Ποια είναι η αξία τους και πως αυτές θα χρηματοδοτηθούν;

Και τα παραπάνω θα πρέπει να γίνουν σύντομα και αποτελεσματικά. Γνωρίζουμε μέχρι σήμερα ότι ο χρόνος κατασκευής μιας θερμικής μονάδας είναι πάνω από 5 χρόνια. Και αυτό λόγω των χρονοβόρων αδειοδοτήσεων, αλλά και των αντιδράσεων των τοπικών κοινωνιών για διάφορους περιβαλλοντικούς, οικονομικούς ή και πολιτικούς λόγους.

Η πολιτεία, με την συνδρομή όλων των εμπλεκομένων υπουργείων  θα πρέπει να νομοθετήσει για τη γρήγορη και απρόσκοπτη κατασκευή των απαραιτήτων θερμικών μονάδων αλλά και των αναγκαίων Κέντρων Υπερυψηλής Τάσης, Υποσταθμών και Γραμμών Μεταφοράς καθώς και Κέντρων Διανομής, των απαιτουμένων για την μεταφορά και τη διανομή της παραγομένης ηλεκτρικής ενέργειας.

Το δεύτερο σημαντικό θέμα είναι η ανάπτυξη των δικτύων μεταφοράς και διανομής. Ως γνωστό, η ΔΕΗ είναι κύριος του Συστήματος Μεταφοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας και του Δικτύου Διανομής της, κατά συνέπεια έχει την υποχρέωση να τα συντηρεί, να τα ενισχύει και να τα  επεκτείνει με τέτοιο τρόπο ώστε να μπορούν να ανταπεξέλθουν σε μεγαλύτερα φορτία, με μεγαλύτερη αξιοπιστία, εξασφαλίζοντας έτσι την καλύτερη εξυπηρέτηση των πελατών της. Παράλληλα θα πρέπει να τονισθεί ότι σωστά οργανωμένα δίκτυα μεταφοράς και διανομής σημαίνει και εξοικονόμηση ενέργειας (με τη μείωση των απωλειών ηλεκτρικής ενέργειας). Θα πρέπει να σημειωθεί ότι τόσο η μεταφορά όσο και η διανομή είναι δύο μονοπωλιακές, ρυθμιζόμενες δραστηριότητες που εξυπηρετούν τους χρήστες των δικτύων τους, δηλαδή τους παραγωγούς και τους εμπόρους ηλεκτρικής ενέργειας. Ακόμα μεγαλύτερη σημασία δίδεται στο θέμα των δικτύων εν όψει της υποχρέωσης της χώρας για το 2020 και την επερχόμενη αύξηση μονάδων ΑΠΕ, οι οποίες προϋποθέτουν επαρκή δίκτυα για την εξυπηρέτηση φορτίων πολλές φορές σε απομακρυσμένες περιοχές. Οι προϋποθέσεις για την ανάπτυξη των δικτύων είναι η ύπαρξη νομοθετικών ρυθμίσεων που θα εξασφαλίζουν τη σύντομη περιβαλλοντική και πολεοδομική αδειοδότησή τους και η εξασφάλιση ενός εύλογου εσόδου από την εκμετάλλευσή του που θα δίνει τη δυνατότητα στον κύριο του Συστήματος και του Δικτύου να υλοποιήσει την απαιτούμενη επένδυση.

Το τρίτο σημαντικό θέμα είναι η επιτάχυνση της δραστηριοποίησης της ΔΕΗ σε όλες τις μορφές ΑΠΕ (αιολικά, ηλιακά, υβριδικά, μικρά υδροηλεκτρικά, γεωθερμικά κ.α.). Η ΔΕΗ υπήρξε από τους πρώτους στην Ευρώπη που ασχολήθηκε με τα αιολικά πάρκα (να μην ξεχνάμε ότι το αιολικό πάρκο της Κύθνου κατασκευάστηκε το 1982). Μολαταύτα, ακολούθησε μία σχετικά αδρανής περίοδος την οποία εκμεταλλεύτηκαν οι ιδιώτες και εξασφάλισαν άδειες στις πιο ελκυστικές περιοχές (ως το 2006). Σήμερα η ΔΕΗ καλείται να καταβάλλει σημαντικές προσπάθειες και να διαθέσει σημαντικούς πόρους  ώστε το 2020 να διαθέτει   ένα σημαντικό μερίδιο στην αγορά των ΑΠΕ που θα αποτελέσει το μήλον της έριδος για όλους τους παραγωγούς ηλεκτρικής ενέργειας.

Το τέταρτο σημαντικό θέμα είναι η χάραξη τιμολογιακής πολιτικής από τη ΔΕΗ λαμβάνοντας υπόψη το υπάρχον ρυθμιστικό πλαίσιο αλλά και τις πολιτικές των ανταγωνιστών της. Ήδη το ρυθμιστικό περιβάλλον είναι τέτοιο ώστε να ευνοεί την είσοδο νέων εταιρειών εμπορίας ηλεκτρικής ενέργειας οι οποίες στοχεύουν σε συγκεκριμένους πελάτες και τιμολόγια και προσπαθούν να αυξάνουν σταθερά το μερίδιό τους στη λιανεμπορική αγορά, μειώνοντας τον αντίστοιχο κύκλο εργασιών της ΔΕΗ. Η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας και η πολιτική ηγεσία, θα πρέπει να διαμορφώσουν ένα σαφές και δίκαιο πλαίσιο λειτουργίας της αγοράς που θα δίνει ίσες ευκαιρίες και θα ευνοεί τον ανταγωνισμό προς όφελος του τελικού καταναλωτή.

Το τελευταίο θέμα που πρέπει να απασχολήσει τη ΔΕΗ είναι η διατήρηση της σημαντικής της θέσης στην ευρύτερη περιοχή της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Αυτό συνίσταται στην διατήρηση ενός λογικού ρυθμού μείωσης του μεριδίου αγοράς της στην Ελλάδα, αντισταθμίζοντας την τάση με βαθμιαία αύξηση του μεριδίου αγοράς σε ΑΠΕ. Ταυτόχρονα, εν μέσω οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα με όλα τα παρελκόμενα (μείωση ρυθμού ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας) για τα επόμενα χρόνια, η ΔΕΗ καλείται να βρει πρόσθετες πηγές εσόδων με επέκταση των δραστηριοτήτων της σε αγορές της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, αντισταθμίζοντας ταυτόχρονα κινδύνους της εγχώριας αγοράς (ρυθμιστικούς, κτλ.). Η αγορά της Νοτιοανατολικής Ευρώπης απεδείχθη ιδιαιτέρως ανθεκτική στο ταλάνισμα της παγκόσμιας οικονομίας, προϊόν αρωγής διεθνών οργανισμών και πιστής συνέχισης σημαντικών διαρθρωτικών αλλαγών παρά τις εξωγενείς αντιξοότητες. Θέσεις σε λιγνιτικά κοιτάσματα, σταθμούς παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, μικρούς υδροηλεκτρικούς σταθμούς, ή αιολικά πάρκα θα ολοκλήρωναν και γεωγραφικά ένα ευρύ χαρτοφυλάκιο με όλη τη γκάμα πρώτης ύλης για την παραγωγή ενέργειας. 

Τέλος, περισσότερο από ποτέ, υπάρχει ανάγκη άμεσων πολιτικών αποφάσεων, μακροχρόνιου ενεργειακού προγραμματισμού για την χώρα μας και αντίστοιχου στρατηγικού και επιχειρησιακού σχεδιασμού από την μεγαλύτερη ενεργειακή επιχείρηση  της χώρας, ώστε οι στόχοι που τίθενται να επιτυγχάνονται σε εταιρικό και εθνικό επίπεδο, με κύριους άξονες την προστασία του περιβάλλοντος, την εξασφάλιση επαρκούς ηλεκτρικής ενέργειας με ασφάλεια και σε οικονομικά ικανοποιητικές τιμές, και απώτερο σκοπό το συνολικό όφελος του ευρύτερου κοινωνικού συνόλου.

(από την εφημερίδα "ΕΞΠΡΕΣ", Κυριακή 20/06/2010)

* Ο κ. Δημήτρης Μανιατάκης είναι τ. Διευθύνων Σύμβουλος ΔΕΗ Α.Ε. και επίτιιμος μέλος του ΙΕΝΕ

(Τα άρθρα που δημοσιεύονται στη στήλη αυτή εκφράζουν προσωπικές απόψεις των μελών του ΙΕΝΕ και δεν απηχούν απαραιτήτως τις θέσεις του Ινστιτούτου).

Advisory Services

Green Bonds


Εκδόσεις ΙΕΝΕ

energia.gr

Συνεργαζόμενοι Οργανισμοί

IEA

Energy Institute

Energy Community

Eurelectric

Eurogas

Energy Management Institute

BBSPA

AERS

ROEC

BPIE

Αρχική Σελίδα | Όροι Χρήσης | Site Map | Επικοινωνία
Copyright © 2004-2024 IENE. All rights reserved.

Website by Theratron