Απόψεις & Θέσεις Μελών ΙΕΝΕ

Ρωσική Ενεργειακή Στρατηγική, του κ. Κων/νου Οικονομόπουλου*

Ημ/νία δημοσίευσης: Παρασκευή, 26 Μαρτίου 2010

Η ενέργεια στο σημερινό παγκόσμιο οικονομικό και πολιτικό γίγνεσθαι, αποκτά συνεχώς όλο και μεγαλύτερη σημασία. Καθημερινά, γινόμαστε μάρτυρες επιχειρηματικών συμφωνιών και συνεργασιών να καθορίζουν και τα γεωπολιτικά και γεωοικονομικά «παιγνίδια» ‑ περίπλοκα ζητήματα που απαιτούν μελετημένες προσεγγίσεις και λεπτούς χειρισμούς. Η Ελλάδα κι η Κύπρος, μέσα σε αυτό το ανταγωνιστικό διεθνές περιβάλλον, έχουν την ευθύνη και την υποχρέωση, να βρουν την θέση τους και να αποκτήσουν το μερίδιο που τους αναλογεί. Οι επαφές των δύο αυτών χωρών τα τελευταία χρόνια με μία από τις μεγάλες παραγωγούς ενέργειας, τη Ρωσία, που αναμφίβολα επηρεάζει την ενεργειακή ασφάλεια της ευρωπαϊκής ηπείρου, είναι βήματα προς αυτόν ακριβώς τον στόχο.

Η Κύπρος κατέχοντας σημαντική γεωστρατηγική θέση (νοτιοανατολική λεκάνη της Μεσογείου, εγγύτητα με τη Μέση Ανατολή, το Σουέζ και τη βορειοανατολική Αφρική), έχει τα τελευταία χρόνια κάνει μεγάλα βήματα (έρευνες υδρογονανθράκων εντός της κυπριακής Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης, προώθηση των Ανανεωσίμων Πηγών Ενέργειας και του φυσικού αερίου, απελευθέρωση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας) σε ό,τι αφορά στην γενικότερη ενεργειακή της πολιτική. Με αφορμή αυτή την πολιτική, στην πόλη της Λάρνακας, την 30η Ιανουαρίου 2010, έλαβε χώρα Συνέδριο με τίτλο: «Προοπτικές Συνεργασίας στον τομέα της Ενέργειας μεταξύ Κύπρου και Ρωσίας». Η εκδήλωση οργανώθηκε από το Ευρωπαϊκό Κόμμα της Κύπρου σε συνεργασία με το Κυπριακό Ίδρυμα Μελετών και Ερευνών (Κ.Ι.Μ.Ε.) και το Russian Institute for Strategic Studies (R.I.S.S.). Την ρωσική αντιπροσωπεία αποτελούσαν ο Πρόεδρος του, Δρ. Λεονίντ Ρεσέτνικοφ, η Δρ. Ελένα Χοτκόβα, προϊσταμένη του τμήματος Ευρω-Ατλαντικών σχέσεων κι ο κος Ίγκορ Προκόφιεφ, υποδιευθυντής του Ινστιτούτου.

Πρέπει να τονισθεί, ότι το αναφερθέν ρωσικό ινστιτούτο, είναι από τις σημαντικότερες δεξαμενές σκέψεως της χώρας αυτής, ιδρυθέν υπό του πρώην Προέδρου της Ρωσικής Ομοσπονδίας, Βλαντιμίρ Πούτιν. Έκτοτε, ο πρόεδρος του ινστιτούτου αυτού, αναφέρεται απ’ ευθείας στον τελευταίο.Κατά τη διάρκεια του συνεδρίου, το οποίο και παρακολούθησα, υπήρξαν τοποθετήσεις άκρως ενδιαφέρουσες, τόσο από την κυπριακή πλευρά, όσο και από την ρωσική αντιπροσωπεία. Η σημασία που δίνεται στον τομέα της ενεργειακής συνεργασίας και από τις δύο πλευρές είναι μεγάλη και αυτό φάνηκε από τον τρόπο που προσεγγίστηκε το θέμα.

Κατά τον χαιρετισμό του, ο Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κόμματος Δημήτρης Συλλούρης, υπογράμμισε τη σημασία τόσο του χώρου Ελλάδος-Κύπρου σε ό,τι αφορά στην ενεργειακή συνεργασία με τη Ρωσία όσο και την κατοχύρωση των συμφερόντων μέσω των αγωγών Μπουργκάς-Αλεξανδρούπολης και του South Stream. Παράλληλα τόνισε πως η ενίσχυση των σχέσεων Ευρωπαϊκής Ένωσης και Ρωσίας, είναι μονόδρομος, καθώς κανείς από τους στόχους που έχει θέσει η Ευρώπη στον τομέα της ενέργειας, δεν μπορεί να επιτύχει, χωρίς την παραπάνω σχέση.

Η Ρωσία με τη «διπλωματία των αγωγών» διαδραματίζει σημαντικότατο ρόλο στο πάζλ της ευρωπαϊκής ενέργειας . Στις 13 Νοεμβρίου 2009, εγκρίθηκε η «Ενεργειακή Στρατηγική της Ρωσίας για την περίοδο έως το 2030», η οποία ανοίγει νέες προοπτικές στην ανάπτυξη της ρωσικής ενεργειακής πολιτικής. Η μελέτη, σύμφωνα με τον πρόεδρο του Ινστιτούτου, όντως, ανοίγει νέες προοπτικές σε σύγκριση με τις παλαιότερες.

Μετά από τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, το θεμελιώδες έγγραφο που αφορούσε στη ρωσική ενεργειακή πολιτική έγινε η «Αντίληψη της ενεργειακής πολιτικής στα πλαίσια νέων οικονομικών συνθηκών». Αυτή εκπονήθηκε και εγκρίθηκε το 1992 και σε συνδυασμό με την «Ενεργειακή Στρατηγική της Ρωσίας έως το 2010», του 1995, είχαν ιδιαίτερη κοινωνικο-πολιτική σημασία για τη Ρωσία, λόγω της βαθιάς οικονομικής κρίσης και του χάους της περιόδου εκείνης. Ως εκ τούτου, ο τομέας της ενέργειας, έγινε η «νησίδα» σταθερότητας κι η «ατμομηχανή» της ανάπτυξης της ρωσικής οικονομίας.

Παρ’ όλες τις θετικές επιπτώσεις που είχε αυτή η προσέγγιση, διαμορφωνόταν ταυτόχρονα μία υπερβολική εκτίμηση του ρόλου της ενέργειας, ενώ η ίδια η προσέγγιση αυτή ήταν βασισμένη σε μεγάλο βαθμό στην προηγούμενη, Σοβιετική, πρακτική διαχείρισης ανά κλάδο. Έτσι διατηρήθηκαν αρχές και μέθοδοι της κρατικής ρύθμισης, καίτοι έγιναν προσπάθειες αποκέντρωσης κι ελεύθερης διατίμησης.

Ως ιδιαίτερα αρνητικές επιπτώσεις της παραπάνω πολιτικής, ήταν λοιπόν η παραμορφωμένη δομή των τιμών στους φορείς ενέργειας στο εσωτερικό της χώρας, η έλλειψη οικονομικών κινήτρων για αποτελεσματικότερη εκμετάλλευση των πηγών και την εξοικονόμηση ενέργειας, ο εξαγωγικός προσανατολισμός των πρώτων υλών αντί της εξαγωγής προϊόντων υψηλής φάσεως και τα περιβαλλοντικά προβλήματα που προκαλούσε η βιομηχανία της ενέργειας στο σύνολό της.

Οι συσσωρευμένες δυσκολίες φανέρωναν την αναγκαιότητα άμεσης τροποποίησης της ενεργειακής στρατηγικής της Ρωσίας. Η διαδικασία αυτή διήρκεσε 9 χρόνια, από το 1992 έως το 2003 κι ήταν επώδυνη, αφού λόγω της ανοικοδόμησης της ρωσικής και της παγκόσμιας οικονομίας την περίοδο εκείνη – ιδιαιτέρως μετά από την κρίση του 1998, οι διεργασίες ήταν πολλές και οι αλλαγές σε τακτικές και πολιτικές ήταν συχνές.

Παρουσιάστηκε λοιπόν η «Ενεργειακή Στρατηγική της Ρωσίας για την περίοδο έως το 2020», η οποία ήταν σαφώς πιο ισορροπημένη σε ό,τι αφορά στη σημασία της ενέργειας σε σχέση με τους άλλους κλάδους της οικονομίας. Όμως, εξ αιτίας του γεγονότος ότι η διαδικασία εκπόνησης και μελέτης της έγινε σε μία ασταθή οικονομικά και πολιτικά περίοδο όπως αναφέρθηκε, οι προβλέψεις της, δεν ήταν τόσο σωστές.

Η νέα ενεργειακή πολιτική της Ρωσίας, καθορίζεται τελικά από την «Ενεργειακή Στρατηγική 2030», όπως ονομάζεται πλέον ή ΕΣ 2030. Σε αυτήν περιέχονται προβλέψεις και συγκεκριμένοι αριθμοί, αλλά το κυριότερό της στοιχείο είναι οι προτεραιότητες της μακροχρόνιας ενεργειακής πολιτικής. Ως εκ τούτου ως στρατηγικοί πλέον προσανατολισμοί, καθορίστηκαν η εξασφάλιση της ενεργειακής ασφάλειας της χώρας, η αύξηση της οικονομικής αποδοτικότητας καθώς επίσης η ενεργειακή αποδοτικότητα όλης της οικονομίας και τέλος η οικολογική ασφάλεια.

Η ουσιώδης τελικά διαφορά της ΕΣ 2030, σε σχέση με τις προηγούμενες πολιτικές, είναι οι καινοτομίες. Απαιτείται λοιπόν να γίνει ο τομέας της ενέργειας τόσο καινοτομικός, όσο και αποδοτικός, προσφέροντας τα μέγιστα στη ρωσική οικονομία, καθώς επίσης και στα γεωπολιτικά συμφέροντά της και την εσωτερική της κοινωνική ανάπτυξη.

Για την επίτευξη του σκοπού αυτού, απαιτείται η επίτευξη επί μέρους στόχων, όπως είναι η αύξηση της αποδοτικότητας εξόρυξης και επεξεργασίας των ενεργειακών πηγών, ικανοποιώντας τη ζήτηση τόσο από το εσωτερικό, όσο και το εξωτερικό, εκσυγχρονίζοντας ταυτόχρονα τις υποδομές στον τομέα της ενέργειας της χώρας. Επί πλέον, αλλαγές στην τεχνολογία, αυξημένη οικολογική πολιτική και περαιτέρω ενσωμάτωση στο παγκόσμιο ενεργειακό σύστημα της ρωσικής ενέργειας θεωρούνται σημαντικότατες προσαρμογές.

Η ενέργεια κατέχει στρατηγική θέση σε ό,τι αφορά στην εξωτερική πολιτική της Ρωσίας. Στα πλαίσιο αυτό, η χώρα έχει ως στόχο την διατήρηση της ηγετικής θέσης σε παγκόσμιο επίπεδο και στις συνεργασίες. Ο ρυθμός όμως των εξαγωγών θα μειωθεί μέχρι σταθεροποιήσεώς τους γύρω στο 2025. Αυτή τη στιγμή, οι εξαγωγές του τομέα της ενέργειας, κατέχουν τα 2/3 επί των συνολικών εξαγωγών της χώρας, εξασφαλίζοντας 19% του ΑΕΠ. Μακροπρόθεσμη πολιτική όμως της Ρωσίας, είναι η μείωση των ποσοστών αυτών στο 1/3 και 5% αντιστοίχως, έως το 2030. Η μικρότερη συμμετοχή του κλάδου της ενέργειας, δεν προκύπτει από τη επιβράδυνση του ρυθμού ανάπτυξης του τομέα, αλλά από την ταχύτερη ανάπτυξη άλλων κλάδων της ρωσικής οικονομίας.

Οι αγορές ενέργειας της Ευρώπης και των πρώην σοβιετικών χωρών, θα παραμείνουν οι βασικοί εμπορικοί εταίροι της Ρωσίας, σύμφωνα με την Ενεργειακή Στρατηγική 2030. Είναι όμως στρατηγική επιλογή, να μειωθούν τα ρίσκα της διαμετακόμισης, τόσο μέσω περαιτέρω ανάπτυξης των υποδομών προς την Ευρώπη όσο και προς την Ανατολή (Κίνα, Ιαπωνία, Κορέα κτλ.). Ο στόχος που τίθεται είναι η αύξηση των υγρών υδρογονανθράκων προς την Ανατολή από το 6% που είναι σήμερα, στο 20-25% και αντιστοίχως για το φυσικό αέριο, από το 0% στο 19-20%.

Μείωση όμως της απόλυτης ποσότητας των εξαγωγών προς την Ευρώπη δεν είναι στους σχεδιασμούς της χώρας. Άλλωστε εκεί βρίσκονται τα σημαντικότερα οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα της Ρωσίας και είναι επιδίωξή της οι σταθερές σχέσεις ακόμα και με στοιχεία επιλεκτικής συνεργασίας ή ακόμα και ενσωμάτωσης με διατήρηση όμως της ανεξαρτησίας. Τόσο η Ρωσία, όσο και η Ευρωπαϊκή Ένωση, παρ’ όλες τις δυσκολίες και τα εμπόδια που έχουν εμφανιστεί το τελευταίο χρονικό διάστημα στις σχέσεις τους, δεν μπορούν να καταστούν ανταγωνιστικές στο παγκόσμιο στερέωμα χωρίς, τουλάχιστον, την ενεργειακή συνεργασία. Μία συνεργασία που επηρεάζεται από την εξέλιξη των δύο μερών στα ερχόμενα έτη, το διεθνές περιβάλλον και τον παράγοντα χρόνο, δηλαδή πόσο γρήγορα μπορούν η Ευρωπαϊκή Ένωση και η Ρωσία να προσαρμόζουν τους μηχανισμούς τους.

Οι δύο χώρες, Ελλάδα και Κύπρος, έχουν στρατηγικά πλεονεκτήματα μέσα σε αυτό το παγκόσμιο ενεργειακό σκάκι. Η γεωγραφική τους θέση, τους δίνει τη δυνατότητα με κατάλληλες πολιτικές και πρωτοβουλίες, να καταστούν σημαντικοί δρώντες στην ευρύτερη περιοχή της νοτιοανατολικής Ευρώπης και της ανατολικής Μεσογείου. Ιδιαιτέρως, δε, μέσω των Αποκλειστικών Οικονομικών Ζωνών (ΑΟΖ) τους, που δημιουργούν έναν ενιαίο οικονομικό χώρο. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, οι αγωγοί που είναι στα σχέδια, καθώς και οι συνεργασίες σε διάφορους ενεργειακούς τομείς με τη ρωσική πλευρά, μπορούν να φέρουν την Ελλάδα και την Κύπρο, σε μία ισχυρή θέση.


* Γεωλόγος Πετρελαίου και Τακτικό Μέλος του ΙΕΝΕ.

(Τα άρθρα που δημοσιεύονται στη στήλη αυτή εκφράζουν προσωπικές απόψεις των μελών του ΙΕΝΕ και δεν απηχούν απαραιτήτως τις θέσεις του Ινστιτούτου).

Advisory Services

Green Bonds


Εκδόσεις ΙΕΝΕ

energia.gr

Συνεργαζόμενοι Οργανισμοί

IEA

Energy Institute

Energy Community

Eurelectric

Eurogas

Energy Management Institute

BBSPA

AERS

ROEC

BPIE

Αρχική Σελίδα | Όροι Χρήσης | Site Map | Επικοινωνία
Copyright © 2004-2024 IENE. All rights reserved.

Website by Theratron